Tag Archives: quai des brumes

Το λιμάνι των απόκληρων

Le Quai des Brumes (1938). Σκην. Μαρσέλ Καρνέ

quai_des_brumes,1

Το 1938 μια γαλλική κινηματογραφική ομάδα πήγε μέχρι το λιμάνι της Χάβρης, έστησαν τους προβολείς τους και, σαν άλλοι πειρατές, παρέσυραν το πλοίο του κινηματογράφου μέχρι τα λημέρια τους. Όταν κατέβηκαν στην ξηρά οι επιβάτες, χάθηκαν μέσα στις αδυσώπητες σκιές και ομίχλες του λιμανιού, παγιδεύτηκαν σε μια θολή πραγματικότητα που κρύβει μόνο κινδύνους και σκοτώνει το φως με πισώπλατα μαχαιρώματα και πιστολίδια. Σ’αυτήν την αποβάθρα της ομίχλης που σε έριξε η μοίρα, δε θα καταφέρεις ποτέ να βρεις την έξοδο κινδύνου. Με κάθε σου κίνηση, θα νιώθεις να κολλάς όλο και περισσότερο στον ιστό της αράχνης. Τα αλλόκοτα φαντάσματα και τα βαμπίρ που ξεπροβάλλουν μέσα από τις ομίχλες θα σε κάνουν σύντομα δικό τους. Δε θα σ’αφήσουν να ξεφύγεις. Τα υπερωκεάνεια που φορτώνουν και ξεφορτώνουν θα σαλπάρουν χωρίς εσένα.

Το λιμάνι των απόκληρων είναι ένας ζωντανός εφιάλτης, ένας στοιχειωμένος κόσμος στον οποίο βασιλεύουν όλες οι καταδικασμένες, νικημένες, απόβλητες και αποτραχυμένες ψυχές αυτού του κόσμου. Αυτές που υπομένουν στωικά, χωρίς ψευδαισθήσεις την αναπόδραστη καταδίκη της μοίρας τους. Αυτές που βρώμισαν από την πίκρα και τη σκληρότητα της ζωής. Αυτές που δεν την άντεξαν. Και αυτές που προσπάθησαν μάταια να την αλλάξουν.

Όταν το Λιμάνι των απόκληρων ξεπρόβαλλε στις κινηματογραφικές αίθουσες το 1938, ο κομμουνιστής μεγαλοσκηνοθέτης Ζαν Ρενουάρ το απέρριψε ως φασιστική προπαγάνδα. Στα μάτια του αυτός ο σάπιος μέχρι το μεδούλι κόσμος παρακαλούσε για μια φασιστική εξυγίανση και τάξη. Θα ήταν ανεξήγητη αυτή η αντίδρασή του, θα ήταν ανεξήγητο γιατί δεν ασπάστηκε αντίθετα αυτό το πικρό ντοκουμέντο σαν μια κραυγή για σοσιαλιστική εξυγίανση, αν το Quai des brumes δεν ήταν βουτηγμένο μέσα στην παραίτηση και τον κυνισμό.

Το πλαίσιο που γέννησε αυτήν την ταινία εξηγεί όλη την ψυχοσύνθεσή της και αυτό που στην πραγματικότητα ενόχλησε τον Ρενουάρ αλλά και τη λογοκρισία που λίγο αργότερα απαγόρευσε την προβολή της.

Το 1938 ο ουρανός πάνω από την Ευρώπη –και τη Γαλλία- είχε μαυρίσει πια απελπιστικά. Ο φασισμός είχε εξαπλωθεί σαν επιδημία. Το κρίσιμο πεδίο μάχης της δημοκρατίας στην Ισπανία είχε αρχίσει να κάμπτεται οριστικά. Στη Γαλλία, η σοσιαλιστική κυβέρνηση του Λεόν Μπλουμ είχε αποτύχει να ανορθώσει την παραπαίουσα από την Ύφεση οικονομία. Αποδυναμωμένη οικονομικά και στρατιωτικά, αλλά και φοβούμενη μια νέα εκατόμβη ενός Μεγάλου Πολέμου, η χώρα έδειχνε ανίσχυρη, απρόθυμη και ηττοπαθής απέναντι στις ανεξέλεγκτες προθέσεις του Χίτλερ. Η Συμφωνία του Μονάχου ήταν μια απόδειξη αυτής της στάσης.

gabin-morgan

Στο Λιμάνι των Απόκληρων, ο χαρακτήρας του Ζαν Γκαμπέν είναι ένας λιποτάκτης Λεγεωνάριος που προσπαθεί να εγκαταλείψει την χώρα, αλλάζοντας ταυτότητα. Υιοθετεί την ταυτότητα ενός βαθιά απογοητευμένου ζωγράφου (ο οποίος ομολογεί ότι όταν βλέπει κάποιον που κολυμπάει τον ζωγραφίζει σαν πνιγμένο – σύμβολο της ανήμπορης διανόησης;) όταν αυτός αυτοκτονεί. Βγάζοντας τη στολή του –η οποία μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν του προσδίδει κανένα ηρωικό χαρακτήρα- λέει στον άντρα στον οποίο την εμπιστεύεται, αν δεν τη ζητήσει κάποιος μέσα σ’ένα χρόνο να την κρατήσει. Αυτός όμως τυλίγει το σωρό με τα ρούχα μαζί με μια πέτρα και τα ρίχνει στη θάλασσα.

Την ίδια παραίτηση και αμοραλισμό εκφράζουν όλοι οι χαρακτήρες της ταινίας, οι οποίοι επιδίδονται σε ένα παράλογο, γελοίο κατά σημεία αλληλοφάγωμα. Φόνοι, υποψίες, κατηγορίες, βίτσια, τραμπουκισμοί, συνενοχές σιωπής λυμαίνονται αυτό το ομιχλώδες λιμάνι απ΄άκρη ως άκρη. Το κακό εδώ είναι ανελέητο και αναπόδραστο.  Όταν ο χαρακτήρας του Γκαμπέν αποφασίζει, λίγο πριν υπεκ-φύγει, να αλλάξει ηθική στάση και επιστρέφει –με αυταπάρνηση και συνέπεια- για να σώσει την αγαπημένη του (πατρίδα;), αυτή η μοναδική σ’όλο το έργο ελπίδα αλλαγής των πραγμάτων σωριάζεται καταγής από τις πισώπλατες σφαίρες ενός γκάνγκστερ.

Εύλογα, αυτή η τελείως απαισιόδοξη εικονογραφία ξεσήκωσε μεγάλες αντιδράσεις. Όταν μάλιστα οι λογοκριτές της κυβέρνησης Βισύ απαγόρευσαν την ταινία, υποστήριξαν ότι “Αν χάσαμε τον πόλεμο, το οφείλουμε στο Quai des brumes”, για να πάρουν την απάντηση από το σκηνοθέτη, “Δεν μπορείτε να κατηγορείτε το βαρόμετρο για μια καταιγίδα”.

Το Λιμάνι των Αποκλήρων είναι όντως ένα πιστό βαρόμετρο της καταιγίδας που ερχόταν, μια ελεγεία για μια κοινωνία που βυθιζόταν αναπότρεπτα στον τρόμο, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που το “Μ” του Φριτς Λανγκ, 7 χρόνια νωρίτερα, αποτύπωνε την παράνοια που γέννησε το ναζισμό.

Το Λιμάνι των Απόκληρων είναι το πνευματικό παιδί του “Μ” (και γενικότερα του γερμανικού εξπρεσιονισμού), τόσο θεματικά όσο και στυλιστικά. Πέρα από τις κοινωνικές ψυχοπαθολογίες της συλλογικής παράνοιας, της σύγχυσης, της ηθικής κατάπτωσης και του φόβου, που διαπερνούν και τα δυο έργα, το Quai des Brumes, χτίζει αυτήν την ατμόσφαιρα με τα ίδια εξπρεσιονιστικά υλικά: τη σκοτεινή φωτογραφία, με το βασικό εκφραστικό στοιχείο της ομίχλης, και την υποβλητική χρήση των σκηνικών, με πρόσθετα δάνεια από το ρεαλισμό της αγγλικής σχολής ντοκιμαντέρ του ’30.

Όμως, αν και το Quai des Brumes αποτελεί αισθητική και θεματική συνέχεια ταινιών όπως ο “Γαλάζιος Άγγελος “και η “Λούλου”, αποτελεί από μόνο του ένα σταθμό στην ιστορία του κινηματογράφου, σαν μια από τις πρώτες ταινίες που χρησιμοποίησαν τον λόγο με τόσο αποτελεσματικό τρόπο. Το σενάριο του ποιητή Ζακ Πρεβέρ είναι ένα υπόδειγμα πληρότητας, δραματικότητας, πυκνότητας νοημάτων και συμβολισμών και ισορροπιάς ανάμεσα στο ρεαλισμό και την ποίηση. Και μιας σοφιστικέ εκλέπτυνσης που δεν είχε δει η σεναριογραφία μέχρι τότε. Οι διαλογοι ρέουν με μια πρωτόγνωρη φυσικότητα και ρεαλισμό, συν τοις άλλοις ευλογημένοι που βρέθηκαν στα στόματα μεγάλων ηθοποιών όπως ο Ζαν Γκαμπέν.

Στην πιο κλασική σκηνή της ταινίας, πρότυπο δραματουργικής οικονομίας, όταν ο Γκαμπέν κοιτάζει τη Μισέλ Μοργκάν και της λέει “Έχεις ωραία μάτια, το ξέρεις;” και αυτή του απαντά αβίαστα “Φίλα με”, η ερωτική λαγνεία ανάμεσά τους αναβλύζει πηγαία, απλή, φυσική και υπερβατική.

Πέρα από την πολιτική αλληγορία, το Quai des brumes διαθέτει μια γνήσια ποιητική φλέβα και μια ονειρική διάθεση στην ανάπλαση αυτού του “κάτω κόσμου”, που το σφραγίζουν με τη στάμπα του “καταραμένου”. Μέσα από τη μούχλα και την ομίχλη του λιμανιού της Χάβρης, ο Καρνέ έφτιαξε το ιδανικό απάγγιο για όλες τις απόκληρες-αδέσποτες φιγούρες του ονειρόκοσμου μας: στα πλακόστρωτα σοκάκια του λιμανιού, στα φτηνά μπαρ και τα ξενοδοχεία, κάτω από τους γερανούς της αποβάθρας, στα μαγαζιά με τα εξωτικά αντικείμενα από μακρινούς τόπους, μέσα και έξω από την ομίχλη, τριγυρίζουν τα φαντάσματα του Ρεμπό, του Ένσορ, του Ζενέ, του Γκογκέν, των beat ποιητών, του Μπρελ, του Καββαδία…

Leave a comment

Filed under Film