Blue Valentine

For M.

http://www.mediafire.com/?ymtmeyldzyn

Leave a comment

Filed under Uncategorized

Tonight’s Today: Γιατί λατρεύω τις λευκές νύχτες…

…Γιατί την επόμενη μέρα έχω ενέργεια και σπινθήρες ικανούς να φωταγωγήσουν ολόκληρη πόλη.

Ο Jack Penate το περιγράφει άψογα αυτό το feeling στο πολύ, πολύ αγαπημένο “Tonight’s Today”:

I’m in a haze
an in between stage
Cos I’m not awake
but walk in a state
Of ghostly charm
a deadly calm
And my filthy palms
Reach for the harms

Today’s tonight tonight’s today today’s tonight (2x)
Tonight’s today today’s tonight tonight’s today
Everyday everyday everyday

Tonight just became this morning
The sun’s waves at the moon
The thought has just started dawning
That there’s still so much more that I can do
I shuffle into the sunlight
A zombie roaming on the day
She look’s at me and says “What a sight”
A passing woman says

Today’s tonight tonight’s today today’s tonight (2x)
Tonight’s today today’s tonight tonight’s today

http://player.soundcloud.com/player.swf?url=http%3A%2F%2Fapi.soundcloud.com%2Ftracks%2F4012993 Tonight’s Today – Jack Penate by rivertems

Cheers! Και τώρα που το σκέφτομαι αυτό είναι το ιδανικό καρναβαλικό τραγούδι:)

Leave a comment

Filed under Music, Personal

Tune-Yards: Bizness

Κομματάρα!

Η τραγουδίστρια με το γιουκαλίλι από το Oakland επιδίδεται στην αγαπημένη της συλλογή εκκεντρικών θορύβων, αλλά εδώ πετυχαίνει διάνα, δίνοντας το προβάδισμα στην εξαιρετική φωνή της και σε έναν ακαταμάχητο, υπνωτιστικό ρυθμό.
Θυμίζει Fela Kuti, Nina Simone, Rick James, Prince, ινδιάνικη μουσική, Χαβάη, Αμερική και Αφρική μαζί.

http://player.soundcloud.com/player.swf?url=http%3A%2F%2Fapi.soundcloud.com%2Ftracks%2F10688101 Tune-Yards – Bizness by snipelondon

2 Comments

Filed under Music

Rock the raft

Ακούω αυτές τις μέρες το νέο δίσκο της PJ Harvey, το “Let England Shake”.

Είναι ένα σκοτεινό έργο που ζωγραφίζει με τις πιο νατουραλιστικές εικόνες την αποσύνθεση του πολέμου και τη μεγάλη χίμαιρα του πατριωτικού κλέους.

Το θέμα εξαρχής δεν δείχνει να προσφέρεται για καθημερινή ποπ κατανάλωση, αλλά οι συνθέσεις της PJ έχουν μια στοιχειωτική δύναμη που σε τρώνε και σε καλούν συνεχώς κοντά τους.

http://player.soundcloud.com/player.swf?url=http%3A%2F%2Fapi.soundcloud.com%2Ftracks%2F10415330 PJ Harvey – The Words That Maketh Murder by VagrantRecords

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια μεγαλειώδη κατάθεση, απ’αυτές που σπανίζουν τα τελευταία χρόνια.

Και, αν και οι αναφορές της είναι συγκεκριμένες (η μάχη της Καλλίπολης στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο, η ματωμένη δόξα της Βρετανίας, η τραγωδία του πολέμου), το έργο της έχει μια γενικευμένη επικαιρότητα που εκφράζει όλη την ανησυχία, την τρομοκρατία και τον παραλογισμό των ημερών παντού γύρω μας. Στον τίτλο μπορείς να αντικαταστήσεις την Αγγλία με οποιαδήποτε άλλη χώρα και το νόημα -και η προσταγή- μένουν τα ίδια. Ένας σκοτεινός πυρήνας που απελευθερώνει προς τα έξω δυσοίωνα πουλιά.

Οι λυρικές ελεγείες της PJ από τα αιματωβαμένα μέτωπα μου φέρνουν στο μυαλό τους πίνακες των ρομαντικών ζωγράφων του 19ου αιώνα και κοιτάζοντας ξανά τη Σχεδία της Μέδουσας του Géricault δε μπορώ παρά να κάνω αναπόφευκτους συνειρμούς με την πραγματικότητα, με την αποσύνθεση και την απόγνωσή της.

Ο δίσκος της PJ έχει την ίδια δραματικότητα, την ίδια διαχρονικότητα με τον πίνακα του Géricault, με τον τίτλο να παίζει το ρόλο του λευκού μαντιλιού προς την αχνή ελπίδα που κρύβεται εκτός κάδρου. Αυτή την ελπίδα στην οποία η αδιαφορία και η παραίτηση έχουν γυρίσει την πλάτη. ‘Οχι τους αντικατοπτρισμούς που γεννάει η απελπισία. Η ελπίδα, που λέει και το Shake της PJ, είναι το πείσμα του αγώνα, η αντίσταση, τραγική γιατί πολεμάει για κάτι που δεν φαίνεται ακόμη -παρά μόνο από τους λίγους οραματιστές-, ενάντια σε όλες τις προβλέψεις αποτυχίας.

Leave a comment

Filed under Art, Music, Society

(My) 30 years in the bush of ghosts

ενο=βυρνε

Θυμάμαι πολύ καλά εκείνο το απόγευμα, στα 17 μου, όταν άκουσα για πρώτη φορά το “My life in the bush of ghosts”. Είχα κάπου διαβάσει ότι είναι ένας “σημαντικός δίσκος”, ήξερα και κλεφτά τους Eno και Byrne και μου άρεσαν, κάπως τυχαία, κάπως μοιραία αποφάσισα να επενδύσω.

Όταν άρχισε να παίζει το CD, με το “America is waiting” να εισβάλλει με θράσος στο χώρο μου, η πρώτη αντίδραση ήταν ενόχληση. Αυτό το κολλάζ από επαναλαμβανόμενα κρουστά και ακανόνιστες σφήνες από κιθάρες, μπλιμπλίκια και ασυνάρτητες ομιλίες, απλά δεν είχε καμιά λογική. Ένα άναρχο κατασκεύασμα που έμοιαζε να έχει φτιαχτεί για να γρατζουνάει τα αυτιά και να τσιτώνει τα νεύρα.

Ήταν τόσο πυκνή αυτή η παράνοια, τόσο ορμητική, που σε προκαλούσε να αναμετρηθείς μαζί της, να αποδομήσεις και τον τελευταίο ήχο της, να την υποστείς ξανά και ξανά για να δεις πού το πάει και αν θα μπορούσες τελικά ποτέ έστω και λίγο να την κάνεις δική σου.

Κάπως έτσι ξεκίνησε η περιπέτειά μου μέσα στο δάσος όπου ζουν τα φαντάσματα.

Σήμερα, δέκα χρόνια και εκατοντάδες ακροάσεις μετά, δηλώνω απόλυτα υπνωτισμένος από τα φαντάσματα που αυτός ο δίσκος έπλεκε ύπουλα γύρω μου….και προσπαθώ ακόμη να καταλάβω πού το πάει.

Ας πάμε ξανά πίσω το χρόνο. Βρισκόμαστε στα 1981. Μια νέα δεκαετία μόλις έχει ξεκινήσει. Τα τελευταία χρόνια, η επέλαση του πανκ και της ντίσκο έχει αλλάξει δραματικά τον τρόπο διασκέδασης, τη μόδα και τις μουσικές τάσεις. Η πνοή του new wave φυσάει δυναμικά, καθιστώντας δυνατή κάθε μουσική επιμειξία και αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο για πειραματισμούς. Η ηλεκτρονική επανάσταση είναι ακόμη στα γεννοφάσκια της και η μόδα της world music δεν έχει αρχίσει.

Μέσα σ’αυτό το πλαίσιο γεννιέται το “My life in the bush of ghosts”. Από δύο δημιουργούς βουτηγμένους στο δημιουργικό ντελίριο της εποχής τους που κοιτάζουν οραματικά προς το μέλλον…με βαθειά γνώση του κόσμου και διάθεση να πάνε πέρα απ’αυτόν. Δύο μουσικές διάνοιες, Brian Eno και David Byrne. Το απαύγασμα μιας καλλιτεχνικής σύμπραξης.

Έχοντας και οι δύο συνδεθεί με μερικές από τις σημαντικότερες μουσικές στιγμές των 70ς (ο Eno με τα σόλο άλμπουμς του και τη συνδρομή του στις δουλειές των Roxy Music και του David Bowie, ο Byrne ως ένας από τους πρωτεργάτες της νεοϋορκέζικης πανκ σκηνής), κάνουν τις πρώτες ασκήσεις επί χάρτου από κοινού στα πρώτα albums των Talking Heads. Ο Eno καθίζει την ιδιοσυγκρασιακή του έμπνευση στην κονσόλα του παραγωγού, ο Byrne ντύνει τον εξεζητημένο μουσικό καμβά με τους αλλόκοτους στίχους του και την νευρωτική παρουσία του-ωδή στο παράλογο.

Η αναμφισβήτητη πρωτοπορία αυτών των πρώτων δίσκων δεν είναι όμως τίποτα μπροστά σ’αυτό που θα επακολουθούσε…

Το 1980 κυκλοφορεί ο τέταρτος δίσκος των Talking Heads, to “Remain in light”. Λίγες φορές στο παρελθόν ο κόσμος είχε ακούσει μουσική τόσο ανατρεπτική, τόσο υπερβατική, τόσο ολοκληρωμένη, τόσο πανανθρώπινη.

remain-in-light

Το γκρι αστικό πανκ φανκ του “Fear of music” είχε αντικατασταθεί εδώ από ένα διονυσιακό παραλήρημα από οργιάζοντα κρουστά βγαλμένα κατευθείαν από τα αχνιστά βάθη της αφρικανικής ηπείρου. Ένας διαολεμένος ρυθμός εξόντωνε κάθε όριο μεταξύ λευκού και μαύρου, γήινου και ουράνιου, εδώ και εκεί, μετουσιωνόταν σε μια οντότητα χωρίς ταυτότητα, παρελθόν και μέλλον. Έκσταση!

Σε στιχουργικό επίπεδο, ο Byrne πέταγε σε στρατόσφαιρες οντολογικής συνειδητότητας. Με μαγικό τρόπο, ο πικρός πανκ μηδενισμός ωρίμαζε σε μια γνήσια υπαρξιστική θεώρηση, που διατρανώνει την αποστασιοποίηση, το παράλογο και μια ανεξήγητη θετικότητα.

Το “Remain in light”, πέρα από μια απλή μουσική κυκλοφορία, ήταν, είναι και θα είναι ένα μανιφέστο που καλεί στην υπέρβαση και στην αλλαγή, ένας καθρέφτης που σου δείχνει τον κόσμο αντεστραμμένο.

Αυτήν την ίδια υπερβατικότητα αναζητούσε ο Eno την ίδια περίοδο, ακολουθώντας ένα τελείως διαφορετικό αλλά παράλληλο δρόμο, το ambient. Μέσα από τη σειρά των Ambient albums του, καλλιεργούσε την αφαίρεση και την αυτοσυγκέντρωση σαν μέσο βαθιάς συνειδητοποίησης του σύμπαντος, ταύτισης με την Ύπαρξη και εξόδου απ’αυτήν. Ο πειραματισμός αυτός έφτασε στην πιο τέλεια μορφή του στο δίσκο “On land” του 1982, σε μια εξαϋλωμένη ασαφή ατμοσφαιρικότητα που έχει αποδεσμευτεί από καθετί γήινο.

ambient

Ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο έγχρωμο γήινο του “Remain in light” και το άχρωμο εξω-γήινο του “On land” είναι το “My life in the bush of ghosts”.

Ο τίτλος, δανεισμένος από ένα βιβλίο του Νιγηριανού συγγραφέα Amos Tutuola, είναι πολύ ενδεικτικός. Στο βιβλίο του Tutuola, “bush of ghosts” (δάσος με φαντάσματα) ονομάζεται ένας πυκνός θύλακας βλάστησης στην καρδιά του τροπικού δάσους, πέρα από τον κόσμο των θνητών, ένας τόπος όπου κατοικούν φαντάσματα.

Αν το “Remain in light” είναι μια διονυσιακή τελετουργία αποκάθαρσης λίγο πριν την είσοδο στο ”bush”, και το “On land” το τελικό στάδιο της μύησης, όταν γίνεσαι ένα με την “καρδιά του σκότους”, το “My life..” αποτελεί το μεταβατικό στάδιο.

Είναι η στιγμή που βρίσκεσαι μόνος σου μέσα στη ζούγκλα, αυτοσυγκεντρώνεσαι και το μυαλό σου κατακλύζει ένα συνονθύλευμα από θραύσματα του έξω κόσμου: ήχοι και εικόνες από διάφορες πραγματικότητες, ρυθμοί και μελωδίες, απροσδιόριστες φωνές και φράσεις που κάποτε άκουσες.

Κάτι σαν τις εικόνες που υποτίθεται βλέπουμε όταν πεθαίνοντας αφήνουμε σιγά-σιγά το σώμα μας στη γη.

Ένας θεός ξέρει ποια αλλόκοτη μούσα οδηγούσε τους Eno και Byrne όταν, σκυμμένοι πάνω από τα πρωτόγονα μηχανήματά τους, οραματίζονταν και έχτιζαν αυτό το ηχοσύνολο.

Βάζοντας στο χωνευτήρι τους ήχους από κάθε πιθανή προέλευση (αραβικούς τεμενάδες και ψαλμωδίες, αφρικανικά τύμπανα, μαγεμένα συνθεσάιζερς) και σαμπλάροντας με επαναστατικό τρόπο ηχογραφημένες φράσεις εξορκιστών, ραδιοφωνικών παραγωγών, μαινόμενων ευαγγελιστών ιεροκηρύκων, ουσιαστικά εφηύραν το μεταμοντερνισμό. Κατασκεύασαν μια μουσική που στέκει πέρα από το χώρο και το χρόνο, ένα μυστικιστικό κράμα δεμένο σαν το ατσάλι: κάθε προσπάθεια διάσπασής του εκλύει τόνους ενέργειας.

Η Kate Bush είχε πει κάποτε για αυτό το δίσκο ότι άφησε ένα πολύ μεγάλο σημάδι στην ποπ μουσική. Σήμερα, 30 χρόνια μετά, το σημάδι αυτό είναι το ίδιο αισθητό, και το “My life in the bush of ghosts” συνεχίζει την τροχιά του γύρω από τη Γη, ακλόνητο σαν την αιωρούμενη γραμμική φιγούρα στο εξώφυλλο του Peter Saville.

my life

Leave a comment

Filed under Music

Το λιμάνι των απόκληρων

Le Quai des Brumes (1938). Σκην. Μαρσέλ Καρνέ

quai_des_brumes,1

Το 1938 μια γαλλική κινηματογραφική ομάδα πήγε μέχρι το λιμάνι της Χάβρης, έστησαν τους προβολείς τους και, σαν άλλοι πειρατές, παρέσυραν το πλοίο του κινηματογράφου μέχρι τα λημέρια τους. Όταν κατέβηκαν στην ξηρά οι επιβάτες, χάθηκαν μέσα στις αδυσώπητες σκιές και ομίχλες του λιμανιού, παγιδεύτηκαν σε μια θολή πραγματικότητα που κρύβει μόνο κινδύνους και σκοτώνει το φως με πισώπλατα μαχαιρώματα και πιστολίδια. Σ’αυτήν την αποβάθρα της ομίχλης που σε έριξε η μοίρα, δε θα καταφέρεις ποτέ να βρεις την έξοδο κινδύνου. Με κάθε σου κίνηση, θα νιώθεις να κολλάς όλο και περισσότερο στον ιστό της αράχνης. Τα αλλόκοτα φαντάσματα και τα βαμπίρ που ξεπροβάλλουν μέσα από τις ομίχλες θα σε κάνουν σύντομα δικό τους. Δε θα σ’αφήσουν να ξεφύγεις. Τα υπερωκεάνεια που φορτώνουν και ξεφορτώνουν θα σαλπάρουν χωρίς εσένα.

Το λιμάνι των απόκληρων είναι ένας ζωντανός εφιάλτης, ένας στοιχειωμένος κόσμος στον οποίο βασιλεύουν όλες οι καταδικασμένες, νικημένες, απόβλητες και αποτραχυμένες ψυχές αυτού του κόσμου. Αυτές που υπομένουν στωικά, χωρίς ψευδαισθήσεις την αναπόδραστη καταδίκη της μοίρας τους. Αυτές που βρώμισαν από την πίκρα και τη σκληρότητα της ζωής. Αυτές που δεν την άντεξαν. Και αυτές που προσπάθησαν μάταια να την αλλάξουν.

Όταν το Λιμάνι των απόκληρων ξεπρόβαλλε στις κινηματογραφικές αίθουσες το 1938, ο κομμουνιστής μεγαλοσκηνοθέτης Ζαν Ρενουάρ το απέρριψε ως φασιστική προπαγάνδα. Στα μάτια του αυτός ο σάπιος μέχρι το μεδούλι κόσμος παρακαλούσε για μια φασιστική εξυγίανση και τάξη. Θα ήταν ανεξήγητη αυτή η αντίδρασή του, θα ήταν ανεξήγητο γιατί δεν ασπάστηκε αντίθετα αυτό το πικρό ντοκουμέντο σαν μια κραυγή για σοσιαλιστική εξυγίανση, αν το Quai des brumes δεν ήταν βουτηγμένο μέσα στην παραίτηση και τον κυνισμό.

Το πλαίσιο που γέννησε αυτήν την ταινία εξηγεί όλη την ψυχοσύνθεσή της και αυτό που στην πραγματικότητα ενόχλησε τον Ρενουάρ αλλά και τη λογοκρισία που λίγο αργότερα απαγόρευσε την προβολή της.

Το 1938 ο ουρανός πάνω από την Ευρώπη –και τη Γαλλία- είχε μαυρίσει πια απελπιστικά. Ο φασισμός είχε εξαπλωθεί σαν επιδημία. Το κρίσιμο πεδίο μάχης της δημοκρατίας στην Ισπανία είχε αρχίσει να κάμπτεται οριστικά. Στη Γαλλία, η σοσιαλιστική κυβέρνηση του Λεόν Μπλουμ είχε αποτύχει να ανορθώσει την παραπαίουσα από την Ύφεση οικονομία. Αποδυναμωμένη οικονομικά και στρατιωτικά, αλλά και φοβούμενη μια νέα εκατόμβη ενός Μεγάλου Πολέμου, η χώρα έδειχνε ανίσχυρη, απρόθυμη και ηττοπαθής απέναντι στις ανεξέλεγκτες προθέσεις του Χίτλερ. Η Συμφωνία του Μονάχου ήταν μια απόδειξη αυτής της στάσης.

gabin-morgan

Στο Λιμάνι των Απόκληρων, ο χαρακτήρας του Ζαν Γκαμπέν είναι ένας λιποτάκτης Λεγεωνάριος που προσπαθεί να εγκαταλείψει την χώρα, αλλάζοντας ταυτότητα. Υιοθετεί την ταυτότητα ενός βαθιά απογοητευμένου ζωγράφου (ο οποίος ομολογεί ότι όταν βλέπει κάποιον που κολυμπάει τον ζωγραφίζει σαν πνιγμένο – σύμβολο της ανήμπορης διανόησης;) όταν αυτός αυτοκτονεί. Βγάζοντας τη στολή του –η οποία μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν του προσδίδει κανένα ηρωικό χαρακτήρα- λέει στον άντρα στον οποίο την εμπιστεύεται, αν δεν τη ζητήσει κάποιος μέσα σ’ένα χρόνο να την κρατήσει. Αυτός όμως τυλίγει το σωρό με τα ρούχα μαζί με μια πέτρα και τα ρίχνει στη θάλασσα.

Την ίδια παραίτηση και αμοραλισμό εκφράζουν όλοι οι χαρακτήρες της ταινίας, οι οποίοι επιδίδονται σε ένα παράλογο, γελοίο κατά σημεία αλληλοφάγωμα. Φόνοι, υποψίες, κατηγορίες, βίτσια, τραμπουκισμοί, συνενοχές σιωπής λυμαίνονται αυτό το ομιχλώδες λιμάνι απ΄άκρη ως άκρη. Το κακό εδώ είναι ανελέητο και αναπόδραστο.  Όταν ο χαρακτήρας του Γκαμπέν αποφασίζει, λίγο πριν υπεκ-φύγει, να αλλάξει ηθική στάση και επιστρέφει –με αυταπάρνηση και συνέπεια- για να σώσει την αγαπημένη του (πατρίδα;), αυτή η μοναδική σ’όλο το έργο ελπίδα αλλαγής των πραγμάτων σωριάζεται καταγής από τις πισώπλατες σφαίρες ενός γκάνγκστερ.

Εύλογα, αυτή η τελείως απαισιόδοξη εικονογραφία ξεσήκωσε μεγάλες αντιδράσεις. Όταν μάλιστα οι λογοκριτές της κυβέρνησης Βισύ απαγόρευσαν την ταινία, υποστήριξαν ότι “Αν χάσαμε τον πόλεμο, το οφείλουμε στο Quai des brumes”, για να πάρουν την απάντηση από το σκηνοθέτη, “Δεν μπορείτε να κατηγορείτε το βαρόμετρο για μια καταιγίδα”.

Το Λιμάνι των Αποκλήρων είναι όντως ένα πιστό βαρόμετρο της καταιγίδας που ερχόταν, μια ελεγεία για μια κοινωνία που βυθιζόταν αναπότρεπτα στον τρόμο, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που το “Μ” του Φριτς Λανγκ, 7 χρόνια νωρίτερα, αποτύπωνε την παράνοια που γέννησε το ναζισμό.

Το Λιμάνι των Απόκληρων είναι το πνευματικό παιδί του “Μ” (και γενικότερα του γερμανικού εξπρεσιονισμού), τόσο θεματικά όσο και στυλιστικά. Πέρα από τις κοινωνικές ψυχοπαθολογίες της συλλογικής παράνοιας, της σύγχυσης, της ηθικής κατάπτωσης και του φόβου, που διαπερνούν και τα δυο έργα, το Quai des Brumes, χτίζει αυτήν την ατμόσφαιρα με τα ίδια εξπρεσιονιστικά υλικά: τη σκοτεινή φωτογραφία, με το βασικό εκφραστικό στοιχείο της ομίχλης, και την υποβλητική χρήση των σκηνικών, με πρόσθετα δάνεια από το ρεαλισμό της αγγλικής σχολής ντοκιμαντέρ του ’30.

Όμως, αν και το Quai des Brumes αποτελεί αισθητική και θεματική συνέχεια ταινιών όπως ο “Γαλάζιος Άγγελος “και η “Λούλου”, αποτελεί από μόνο του ένα σταθμό στην ιστορία του κινηματογράφου, σαν μια από τις πρώτες ταινίες που χρησιμοποίησαν τον λόγο με τόσο αποτελεσματικό τρόπο. Το σενάριο του ποιητή Ζακ Πρεβέρ είναι ένα υπόδειγμα πληρότητας, δραματικότητας, πυκνότητας νοημάτων και συμβολισμών και ισορροπιάς ανάμεσα στο ρεαλισμό και την ποίηση. Και μιας σοφιστικέ εκλέπτυνσης που δεν είχε δει η σεναριογραφία μέχρι τότε. Οι διαλογοι ρέουν με μια πρωτόγνωρη φυσικότητα και ρεαλισμό, συν τοις άλλοις ευλογημένοι που βρέθηκαν στα στόματα μεγάλων ηθοποιών όπως ο Ζαν Γκαμπέν.

Στην πιο κλασική σκηνή της ταινίας, πρότυπο δραματουργικής οικονομίας, όταν ο Γκαμπέν κοιτάζει τη Μισέλ Μοργκάν και της λέει “Έχεις ωραία μάτια, το ξέρεις;” και αυτή του απαντά αβίαστα “Φίλα με”, η ερωτική λαγνεία ανάμεσά τους αναβλύζει πηγαία, απλή, φυσική και υπερβατική.

Πέρα από την πολιτική αλληγορία, το Quai des brumes διαθέτει μια γνήσια ποιητική φλέβα και μια ονειρική διάθεση στην ανάπλαση αυτού του “κάτω κόσμου”, που το σφραγίζουν με τη στάμπα του “καταραμένου”. Μέσα από τη μούχλα και την ομίχλη του λιμανιού της Χάβρης, ο Καρνέ έφτιαξε το ιδανικό απάγγιο για όλες τις απόκληρες-αδέσποτες φιγούρες του ονειρόκοσμου μας: στα πλακόστρωτα σοκάκια του λιμανιού, στα φτηνά μπαρ και τα ξενοδοχεία, κάτω από τους γερανούς της αποβάθρας, στα μαγαζιά με τα εξωτικά αντικείμενα από μακρινούς τόπους, μέσα και έξω από την ομίχλη, τριγυρίζουν τα φαντάσματα του Ρεμπό, του Ένσορ, του Ζενέ, του Γκογκέν, των beat ποιητών, του Μπρελ, του Καββαδία…

Leave a comment

Filed under Film